Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

ΣΚΕΨΕΙΣ

θα χαμογελάσω στον πρωινο ήλιο

θα περιμένω μέχρι να γεμίσει
το φεγγάρι τα  βουνά


μέχρι το δάκρυ ενός παιδιού
να μας ξεπλύνει  τις βραδινές  πληγές

μέχρι η θλίψη ενός φιλιού
να μας ενώσει

εσύ όμως , οσο καιρό σε ξέρω
οσο  κ αν τα καταφερες
καλά η άσχημα
μούσκεψαν τα όνειρα σου
απο την μαύρη τρύπα της ψυχής σου
και ξαφνικά παραμεγάλωσες

ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΗ ΠΛΑΤΕΙΑ

Διπλώνεται  η  πλατεία
κ λύεται  θριαμβευτικά
μέσα σε πυρωμένες  καρδιές ,
κ διάφανα κόκκινα  μάτια

κλονίζονται τα στόματα
πριν τα ρυτιδώσει ο  άνεμος κ
πριν τα σωπάσει η λογική

κραυγές  πολιτευτών σε
πύρινα  συρμάτινα στόματα 
ξορκίζουν  την πλατεία

γλιστρούν  σε ερειπωμένους
κήπους στείρων  μπαλκονιών
πολιτικών  κ χάνονται

πολύχρωμες προσόψεις εκλήθησαν
να γιορτάσουν στην πλατεια.
πλανήθηκαν  αυτό το βράδυ
οι φτωχές κ νόμισαν  πως
έτσι χρυσοστολισμένες θα
μαγέψουν την πλατεία

μα εσύ είσαι τόσο  μόνη
τόσο όμορφη
τόσο μοναδική,
σώπασες μες στο μεθυσμένο σου τοπίο
κ  εντάθηκαν τα πάθη εντός σου
κ σ αγκάλιασαν κ χάθηκαν

είναι βέβαιο  έφηβη  Ελένη

ήσουν εκεί μπροστά
στον ύπουλο  πολιτευτή
έστεκες  μόνη ,σκυθρωπή
κ είχες το βλέμμα
ενός μωρού  σαν προσευχή
μπροστά στους βασιλιάδες του
ουρανού


θ αναζητάς βουβά το όνειρο
στον  κόσμο αυτό Ελένη
μα δεν θα βρίσκεις γιατρειά
κ θα πονάς
κ το νωπό σου δάκρυ
θα αγκαλιάζει την φλεγόμενη
πλατεία κ θα χάνεται

μα όταν τα όνειρα θα φωτίζουν τα μάτια σου
θα αγκαλιάζονται τα βλέμματα
κ θα αντικρίζονται
οι ψυχές κ τα νοήματα


μα  ξοδευόταν η νύχτα
μες την νύχτα κ εσύ 
φωνή δεν είχες πια
κ έτσι  μεγάλωσε  η ανελέητη  νύχτα
κ σου άπλωσε ψεύτικα απανωτά φιλιά
κ ύποπτα στολίσματα

κ εσύ μονολογείς  ..ελευθερία.. όνειρο
πιστεύω ..σώζομαι  κ σώζω 

τα πλήθη ανάσαιναν βαθιά
στις λέξεις  κ στα  άσματα 
κ η πλατεία έμοιαζε
ν αφουγκράζεται μόνο  τον ανελέητο
ίσκιο της  κ  να βυθίζεται
στα σκοτεινά κατάλοιπα της

είναι ύπουλη η γιορτή που βάναυσα
μοιράζεται στα πλήθη  και λύεται
σ ένα πικρό καημό
που ποτέ δεν τραγουδήθηκε
κ χάθηκε

αίφνης ο τόπος, ο χρόνος  ενταθηκε
κ εγω  ήμουν  δίπλα σου
κοντά σε ένα άγγελο με διπλωμένα φτερά

μοίραζα την ψυχή μου στους
πολυσύχναστους
χωμάτινους δρόμους της πλατείας
χωρίς φειδώ χωρίς συμβιβασμούς
χωρίς διλλήματα

στην άκρη  της σβηστής πλατείας κρέμονταν
πληγωμένα συνθήματα
στους κίτρινους τοίχους:
πατρίδα....
ελευθερία...
όνειρο..
ψήφος εμπιστοσύνης
για την Ελλάδα…
για την ελπίδα…
μόνον εγώ..
μόνον εμείς..


και έτσι μεγάλωσε ο χρόνος
και η Ελλάδα ματώνεται
κ ακούστηκε ο πρώτος
λυγμός ,

αλλά ήταν πια αργά
βλέπεις έμεινε μόνη
η ατελεύτητος νύχτα
και δεν ξημέρωσε ακόμα
κ ότι ακουμπούσα ήτανε κρύο