Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

ΜΕΣΗΜΕΡΙ

ΜΕΣΗΜΕΡΙ 7/2010

μεσημέρι καυτό , με βρήκε μπροστά σε ένα ταμείο
κ αυτή μετρούσε τα όνειρα της

ήταν αδύνατη ,με παραμελημένο οστεώδες πρόσωπο
κ κοντά κατάμαυρα μαλλιά που συνεχώς αλλά μάταια
ταχτοποιούσε βιαστικά στους ώμους

η φωνή της λεπτή κ αδύναμη μιλούσε σιγά
σχεδόν εκλιπαρούσε
χωρίς να νοιάζεται εάν ακούγεται

ήταν σαφής όμως κ συγκεκριμένη
αφήνοντας ταυτόχρονα μια αίσθηση οικειότητας

- μας κλέψαμε τα όνειρα μας είπε
τότε γιατί να ζούμε;
ποιο είναι ο σκοπός της ζωής;
ολοένα κ ποιο δύσκολο είναι

μόνο η απόλαυση του φαγητού έμεινε
δες γύρω σου ,μόνο το φαγητό
έλεγε κ ξανάλεγε κουνώντας ολόκληρο το ογκώδες σώμα της
μπρος κ πίσω..
ξαφνικά το ύφος της άλλαξε, τα φρύδια της έσμιξαν
αφήνοντας δύο τρεμάμενα αυλάκια να κυριαρχούν
στο άλλοτε ήρεμο πρόσωπό της
τα μάτια της έγιναν ολοστρόγγυλα ,φωτίστηκαν ξαφνικά σαν να έβλεπε
κάτι μέσα της πού θέριεψε κ έπρεπε σε αυτό βιαστικά
να παραδοθεί η να το παραδώσει

- κοίταξε ,πρέπει από κάπου να κρατηθώ,είπε
κάθε μέρα εδώ μετρώ τις σκέψεις μου, κάθε μέρα
το βλέπω στο βλέμμα των άλλων ….
κ αυτοί με κοιτούν μα δεν με βλέπουν


- να τους το πούμε πάλι ,πρέπει να μας ακούσουν
να μας δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία, να ζήσουμε
τώρα ξέρουμε....

αλλά σε ποιόν να το πούμε..
είπε σκύβοντας το κεφάλι με έμφαση δίνοντας μία αίσθηση
απόλυτης βεβαιότητας , ενώ μου έδινε την τσάντα
κ μέτραγε τα ρέστα στο ταμείο.

ήταν μια απλή ταμίας σε σούπερ μάρκετ
οι λέξεις αυτές με πλήγωσαν εντός μου .
δεν είναι τίποτα είπα ,λόγια της στιγμής
πού άσκοπα μεγεθύνονται στο μυαλό μου

κ ξεκίνησα γρήγορα για το σπίτι βάζοντας το ραδιόφωνο δυνατά

από τότε όλο κ πιο συχνά αντικρίζω πρόσωπα
με τις ίδιες ακριβώς λέξεις κ αισθήματα

το λένε τα ματιά τους ,το περπάτημα τους
ο τρόπος που κινούν τα χέρια τους ,οι χειρονομίες τους
ο τρόπος που κοιτούν τις παλιές τους φωτογραφίες
προσπαθώντας να ψηλαφίσουν την ζωή τους ,να βρουν σημάδια
από ξεχασμένους έρωτες από καιρό λησμονημένους


δεν μπορεί είπα ,η ζωή είναι δώρο κ ελπίδα μαζί είναι δώρο
Θεού αλλά καλά κρυμμένο
να το δουν μόνο αυτοί που αξίζει
να το βλέπουν
να το χαίρονται κ να το τιμούν αυτοί που ξέρουν κ να ευφραίνονται..


μ αυτές τις σκέψεις βράδιασε η μέρα την νύχτα
κ οι σκιές απλώθηκαν στους δρόμους , έμοιαζαν να γιορτάζουν
τα παράθυρα έσκυψα μέσα τους καταβροχθίζοντας ακόμα
και το παραμικρό ίχνος βραδινής λάμψης
μία μικρή γλυκιά μελωδία.. la califfa πλημμύρισε το δωμάτιό μου
κ εγώ παραδόθηκα ήρεμα για ακόμη μία φορά
με άνεση στις βραδινές μου ψευδαισθήσεις

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ

Για να αντέχω τα νυχτερινά όψιμα όνειρα μου γράφω
Είναι που οι τρεμάμενοι προβολείς αυτής της υγρής νύχτας
τυφλώνουν τα όνειρά μου
με αποπαίρνουν κ χάνονται

Είναι που από καιρό ματώνει η ψυχή μου μες την νηνεμία της σιωπής
και ο καημός ξεσπά κ ταράσσεται
κ ο κόσμος γεμίζει απόντες και χάνομαι.

Είναι που ήμουν από πρόθεση αφελής και πίστεψα τα καλοκαιρινά
έναστρα βράδια
κ δόθηκα κ ξοδεύτηκα κ πόνεσα κ πάλι από την αρχή

Είναι πού σκύβει το φως στα κατάλοιπα του
κ οι ακτίνες πνίγονται στον πικρό τους πόνο
και δοξάζονται

Είναι που τάχα το φως δειλιάζει να σκύψει εντός μου κ γκρεμίζεται..
Είναι που τα βουνά της νύχτας γέμισαν σιωπή τρεμάμενη κ θολά
νυχτερινά αντικρίσματα

Είναι που τα πρωινά εγκαταλείπουν συχνότατα τα όνειρά τους
κ ότι τους δοθεί θα το δεχτούν ζητώντας την άδεια του ορίου
κ η έκκλησης μου ζωγραφίζει μάταια πρωινές ανάσες κ αρώματα

Ακόμα ελπίζω στο φώς των παιδικών μου χρόνων
στις παλιές φωτογραφίες κ στα θαύματα …
κ ονειρεύομαι μέσα σε αποκριάτικα δρομάκια βραδινών ασμάτων

ΔΕΛΤΙΟ ΚΛΟΠΗΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΚΛΟΠΗΣ 3/ 2010




Λήστεψαν πάλι σήμερα είπαν
την χαμένη υπερηφάνεια μας
δυο νέοι επιφανείς επίτροποι
αποφυγής λαθών

θύμιζαν κάτι από λήθη
κ ανάσες ύπουλες κοφτές
σαν να στοιχειώνουν το σκοτάδι

λάφυρα δεν βρήκαν
έψαξαν κ ξαναέψαξαν
μέχρι που μάτωσε η καρδιά μας
από τις βρώμικες ψυχές κ τα στοιχήματα

κ σήκωσαν ψηλά το δάκτυλο
ξορκίζοντας τα αστέρια

έψαξαν κ ξαναέψαξαν
μέχρι που λοξές ματιές χρεοκοπίας
ξέσκιζαν τα σκοτάδια τους


κ βράδιασαν εδώ κ εκεί
μέσα στο νου μας ανείπωτες φοβερές κ
απειλές

έψαξαν κ ξαναέψαξαν
μέχρι που εμείς δικαίως ευτυχίσαμε
τις τύχες μας ,στην έλευση του ονείρου
που δεν γνωρίζει όριο η ελπίδα
κ ξαποστάσαμε σε μέρη παλιά κ φωτεινά

του αγαθού μας πνεύματος
των γονιών μας γνωστικά
και των προγόνων μας στολίδια

έψαξαν κ ξαναέψαξαν
μέχρι που κάναμε δικιά μας οικογένεια
δικό μας σπιτικό
που χρόνια ονειρευόμασταν

κ στρώθηκαν των άστρων οι διάττοντες
φωτιές για προσκεφάλι
κ ανάσαναν οι άγγελοι

με αυτές τις σκέψεις
με βρήκε αργά το μεσημέρι
η αγάπη σου πατρίδα μου

με αγκάλιασες με πλήγωσες
με φώτισες,
μα πάντα εσένα θα ανασαίνω
θα ρωτώ

πού είναι η αλήθεια;
πόσο μακρύς είναι ο δρόμος σ αυτά τα άδεια πρωινά;
που ανατέλλει ο ήλιος;

να βρω τον Οδυσσέα μου
να γλυκάνει ο πόνος μου
να ευφραίνεται η καρδιά μου

ΧΕΙΜΩΝΑΣ

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 5/2010


χειμώνας πρωί
μόλις κόπασε η βροχή
κ οι δρόμοι κουρασμένοι ,γεμίζουν υγρές
εγκαταλείψεις κ συρσίματα

πιο πάνω στον γυάλινο δρόμο
αγωνίες χεριών , κοφτές ανάσες
κ λοξές πρωινές ματιές
μάταια αναζητούν ακόμα το ψιλόβροχο

πλάι στο ουράνιο τόξο
πλαγιαστές γυαλισμένεs βιτρίνες
άτακτα εμπορεύματα
κ χειμερινές φαντασιώσεις
συνηγορούν στην στέρηση των ονείρων

σε ονειρεύτηκα πάλι
σε αναζήτησα καινούργια κ όμορφη
σε αγάπη νυχτερινή σε φύλαξα
γεμάτη παρατεινόμενες εκμυστηρεύσεις
κ εφηβικά βλέμματα

αχάριστος δεν είμαι
ταιριασμένα αισθήματα ζητώ
κ βραδινές ανάσες
με αποπαίρνει όμως η ζωή
κ μου ζητά στερήσεις κ όσα
αγάπησα με είρωνα μορφή μ
εγκαταλείπουν

κ γράφω τα βράδια τ όνομα σου
σ αρώματα φτηνά κ βουβά στολίσματα