Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ 2/2008




ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ


κοιτούσαν μα δεν βλεπόντουσαν
σε λεωφορεία στοιβαγμένοι τα υγρά πρωινά
φαίνεται πώς έβλεπαν στο καθρέπτισμα των άλλων
τα δικά τους μάτια κ τρόμαζε η ψυχή τους

ματιές αγχωμένες κόκκινες σε ένα αόρατο κενό στυλωμένες
και ανάσες φωτιές παντού
φαίνεται πως η αλήθεια πονά και τα μάτια πληγώνει
και τα στόματα

μία αδελφή ντυμένη στα κόκκινα
κοίταζε ακίνητη με πυρωμένο λάγνο βλέμμα
στον καθρέφτη τού μέλλοντός της
τον ραγισμένο από καιρό
αναζητούσε μάταια μία προσδοκία
φαίνεται πως τα σκοτάδια μέσα της
ήθελε να ξορκίσει

αισθανόμουν τον ιδρώτα της ψυχή τους
την απεγνωσμένη ένταση στην σκέψη τους
τα σώματα μάταια συστρέφονταν
ακυβέρνητα βαριά χωρίς καμώματα
φαίνεται πώς η όλη εικόνα απέπνεε πλήρη απουσία πάθους
ρυθμού κ χρώματος

δεν υπήρχε ένταση πνευμάτων
τα μάτια γεμάτα κίτρινες ρωγμές κ γκρίζα σύννεφα
κ κανείς δεν μιλά, δεν αγαπά ,δεν ορκίζεται
φαίνεται πώς κάτι τέτοιες στιγμές οι άνθρωποι είναι τόσο κοντά
αλλά και τόσο μακριά ταυτόχρονα η ψυχή τους

ζωγραφισμένα στόματα σαν σκουριασμένα τόξα
και στη μέση μια σκοτεινή επιμήκη στοά
δύσκολοι καιροί εξαντλημένοι από καιρό
και πληγωμένες καρδιές
κίτρινα φώτα μου ρημάζουν τα μάτια και το νου
φαίνεται πώς το όλο τοπίο έμοιαζε να πορεύεται σε άγνωστα σημάδια
δίχως τέλος ορατό και δίχως πίστη

φαίνεται όμως πώς η πίστη φλέγεται και βρίσκει στο σκοτάδι φτερά
από καιρό λησμονημένα
ξεσπά στις λαβωμένες καρδιές μας
αναδιπλώνεται και σώζεται καί σωζει

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ


ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ 2/2008

χθες βράδυ οι άγουρες των παιδικών μου χρόνων σκέψεις
με πούλησαν φτηνά σε βραδινές βιτρίνες
φιλέρημη κ γυμνή από όνειρα η ψυχή μου
καμώματα γυναικεία με κέρναγε , βαμμένα νύχια κ μυστικά ποτά
σε μπαρ υπόγεια ροζ με καφετί κουρτίνες με αντίκριζε
γεμάτα άδειους χάλκινους καθρέπτες στολισμένα

κ εγώ γονατισμένος σε ένα πεζοδρόμιο παλιό
έφεγγα στην σκιά μου όλη την περασμένη μου ζωή

φαίνεται ότι τελευταία με κέρασε η ζωή
δεμάτια από σκέψεις παλιές κ λύπες ξεδιάντροπες

κ εγώ φορτωμένος με φύλλα πεύκων βρεγμένα από χώμα καρπερό
κ χειμερινά αδειάσματα οίκτο ζητούσα

ξέπλενα όμως τις πληγές μου πάνω στο σιωπηλό μου σώμα
και ο χρόνος έπαψε να μετρά χρόνο
και οι ώρες έπαψαν να σημαδεύουν τα μάτια μου

μα το φεγγάρι ήταν ολόλευκο χλωμό κ ωραίο
καιγόταν βιαστικά από τα πυρακτωμένα του άστρα
τα πιο φωτεινά

ας ανοίξει η αυλαία, ας σπάσει το κέλυφος
κ ας αρχίσουν να αιμορραγούν τα πρωινά θαύματα
μήπως κ ερωτευτούν εμένα
και κλέψω λίγο ζέστη από την καρδιά τους
κ πιω λίγο γλυκό κρασί από τον κόρφο τους

για να ελπίζω στην ανάσταση
για να ξεσπάω σε φωτεινούς δρόμους την καρδιά μου
για να πάψω να γράφω πικρά και δύσκολα ποιήματα