ΔΕΛΤΙΟ ΚΛΟΠΗΣ 3/ 2010
Λήστεψαν πάλι σήμερα είπαν
την χαμένη υπερηφάνεια μας
δυο νέοι επιφανείς επίτροποι
αποφυγής λαθών
θύμιζαν κάτι από λήθη
κ ανάσες ύπουλες κοφτές
σαν να στοιχειώνουν το σκοτάδι
λάφυρα δεν βρήκαν
έψαξαν κ ξαναέψαξαν
μέχρι που μάτωσε η καρδιά μας
από τις βρώμικες ψυχές κ τα στοιχήματα
κ σήκωσαν ψηλά το δάκτυλο
ξορκίζοντας τα αστέρια
έψαξαν κ ξαναέψαξαν
μέχρι που λοξές ματιές χρεοκοπίας
ξέσκιζαν τα σκοτάδια τους
κ βράδιασαν εδώ κ εκεί
μέσα στο νου μας ανείπωτες φοβερές κ
απειλές
έψαξαν κ ξαναέψαξαν
μέχρι που εμείς δικαίως ευτυχίσαμε
τις τύχες μας ,στην έλευση του ονείρου
που δεν γνωρίζει όριο η ελπίδα
κ ξαποστάσαμε σε μέρη παλιά κ φωτεινά
του αγαθού μας πνεύματος
των γονιών μας γνωστικά
και των προγόνων μας στολίδια
έψαξαν κ ξαναέψαξαν
μέχρι που κάναμε δικιά μας οικογένεια
δικό μας σπιτικό
που χρόνια ονειρευόμασταν
κ στρώθηκαν των άστρων οι διάττοντες
φωτιές για προσκεφάλι
κ ανάσαναν οι άγγελοι
με αυτές τις σκέψεις
με βρήκε αργά το μεσημέρι
η αγάπη σου πατρίδα μου
με αγκάλιασες με πλήγωσες
με φώτισες,
μα πάντα εσένα θα ανασαίνω
θα ρωτώ
πού είναι η αλήθεια;
πόσο μακρύς είναι ο δρόμος σ αυτά τα άδεια πρωινά;
που ανατέλλει ο ήλιος;
να βρω τον Οδυσσέα μου
να γλυκάνει ο πόνος μου
να ευφραίνεται η καρδιά μου
Λήστεψαν πάλι σήμερα είπαν
την χαμένη υπερηφάνεια μας
δυο νέοι επιφανείς επίτροποι
αποφυγής λαθών
θύμιζαν κάτι από λήθη
κ ανάσες ύπουλες κοφτές
σαν να στοιχειώνουν το σκοτάδι
λάφυρα δεν βρήκαν
έψαξαν κ ξαναέψαξαν
μέχρι που μάτωσε η καρδιά μας
από τις βρώμικες ψυχές κ τα στοιχήματα
κ σήκωσαν ψηλά το δάκτυλο
ξορκίζοντας τα αστέρια
έψαξαν κ ξαναέψαξαν
μέχρι που λοξές ματιές χρεοκοπίας
ξέσκιζαν τα σκοτάδια τους
κ βράδιασαν εδώ κ εκεί
μέσα στο νου μας ανείπωτες φοβερές κ
απειλές
έψαξαν κ ξαναέψαξαν
μέχρι που εμείς δικαίως ευτυχίσαμε
τις τύχες μας ,στην έλευση του ονείρου
που δεν γνωρίζει όριο η ελπίδα
κ ξαποστάσαμε σε μέρη παλιά κ φωτεινά
του αγαθού μας πνεύματος
των γονιών μας γνωστικά
και των προγόνων μας στολίδια
έψαξαν κ ξαναέψαξαν
μέχρι που κάναμε δικιά μας οικογένεια
δικό μας σπιτικό
που χρόνια ονειρευόμασταν
κ στρώθηκαν των άστρων οι διάττοντες
φωτιές για προσκεφάλι
κ ανάσαναν οι άγγελοι
με αυτές τις σκέψεις
με βρήκε αργά το μεσημέρι
η αγάπη σου πατρίδα μου
με αγκάλιασες με πλήγωσες
με φώτισες,
μα πάντα εσένα θα ανασαίνω
θα ρωτώ
πού είναι η αλήθεια;
πόσο μακρύς είναι ο δρόμος σ αυτά τα άδεια πρωινά;
που ανατέλλει ο ήλιος;
να βρω τον Οδυσσέα μου
να γλυκάνει ο πόνος μου
να ευφραίνεται η καρδιά μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου